αλλοίμονο(ν)

αλλοίμονο(ν)
επιφ. увы!, горе мне!,

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αλλοίμονο(ν)" в других словарях:

  • αλλοίμονο — επιφών. αντί αλίμονο* …   Dictionary of Greek

  • Стефаниду, Смаро — Смаро Стефаниду греч. Σμάρω Στεφανίδου Род деятельности: актриса Дата рождения …   Википедия

  • αλίμονο — επιφώνημα σχετλιαστικό, που εκφέρεται: α) μόνο του β) με προσωπικές κ.ά. αντωνυμίες σε γενική πτώση γ) αναλυτικά με την πρόθεση σε και αιτιατική και δ) με ουσιαστικό ή επίθετο εκτός από λύπη, εκφράζει απορία, έκπληξη, προσφώνηση, απειλή ή… …   Dictionary of Greek

  • αλλοίμονος — ο (Μ ἀλλοίμονος) [ἀλλοίμονο] ο αλιτήριος, ο πανούργος νεοελλ. 1. ο πλεονέκτης 2. ο ασθενικός, ο καχεκτικός …   Dictionary of Greek

  • εποιμώζω — ἐποιμώζω (Α) θρηνώ, στενάζω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οιμώζω (< οίμοι «αλλοίμονο»)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»